Διηγήματα γιά νέους καί μεγάλους
~ 1 ~
Σέ αὐτή τήν μικρή, ὄμορφη πόλη, διαμένει καί ὁ Σπύρος μέ τήν οἰκογένειά του· τή σύζυγο καί τήν μητέρα της. Ὁ Σπύρος, «γέννημα θρέμμα» τούτης τῆς πολίχνης, ἦρθε «εἰς γάμου κοινωνία», πρίν λίγους μῆνες, μέ τήν συντοπίτισσά του τήν Εὐρυδίκη. Ἄν καί οἱ δυό ἀξιουπολίτες, ζῶντας δεκαοκτώ χρόνια στήν ἴδια μικρή πόλη, δέν γνώριζε ὁ ἕνας τήν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Γνωρίστηκαν, πῶς τά φέρνει ἔτσι ὁ Θεός, πρίν ἀπό πέντε χρόνια στήν πρωτεύουσα, ὅπου βρίσκονταν γιά τίς σπουδές τους. Στήν πορεία, εἶδαν ὅτι εἶχαν ἀρκετά κοινά σημεῖα, ὅπως λόγου χάριν, ἦταν καί οἱ δυό μοναχοπαίδια.
Ὁ ἀπογευματινός ἥλιος, βρίσκει τόν Σπύρο, στό κέντρο τῆς πόλης. Ἀπό τό πρωί γυρίζει ὅλη τήν Ἀξιούπολη γυρεύοντας ἐργασία. Στό μυαλό του στριφογυρίζουν διάφορες σκέψεις, ἀρνητικές σκέψεις. Θυμᾶται αὐτά πού συνέβησαν πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια, καί ἄλλαξαν ἄρδην τή ζωή του. Εἶχε μιά καλή ζωή μέ τήν οἰκογένειά του. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἀγαπημένοι. Φτωχοί μέν, ἀλλά ἡ ἀγάπη δέν ἔλειπε ἀπό τό σπιτικό τους. Ἀδέλφια δέν εἶχε ὁ Σπύρος, καί αὐτό ἴσως ἦταν τό μόνο παράπονό του, καθώς ἔβλεπε τούς φίλους του μέ τά ἀδέλφια τους καί πολύ θά ἤθελε καί αὐτός ἕναν ἀδελφό γιά νά παίζουν μαζί. Οἱ γονεῖς του ἀγαποῦσαν πολύ τόν Σπύρο καί φρόντιζαν νά μήν τοῦ λείπει τίποτε. Ὁ πατέρας του, συντηροῦσε ἕνα μικρό παντοπωλεῖο, ἀλλά καθώς δυσκολεύονταν νά τά φέρει βόλτα, καί τά χρέη φούσκωναν, ἀναγκάστηκε νά καταφύγει σέ δανεισμό. Στήν πόλη του, δυό τρεῖς ἔκαναν αὐτήν τή δουλειά ἀλλά προτίμησε νά ἀπευθυνθεῖ στήν τράπεζα, γιά μεγαλύτερη σιγουριά. Ὅταν δέν μπόρεσε νά ξεπληρώσει τό ποσό, τό χρέος παραφούσκωσε καί κατέληξε στήν φυλακή. Ἡ οἰκογένειά του στιγματίστηκε ἀπό τήν σκληρόκαρδη κοινωνία τῆς πολίχνης. Ὁ πατέρας του πέθανε ἀπό τό μαράζι στήν φυλακή. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο τόν ἀκολούθησε καί ἡ μάνα του. Δέν ἄντεξε τήν στεναχώρια ἀπό τόν ἄδικο θάνατο τοῦ ἄντρα της πού τήν πλάκωσε σάν βράχος πελώριος καί προστέθηκε στό βάρος τῆς ρετσινιᾶς, πού τήν καταπλάκωσαν τήν ψυχή. Ὁ Σπύρος, ζοῦσε μόνος του σέ ἕνα ἄδειο καί «κρύο» σπίτι· ὅταν «φύγει» ἡ μάνα, «κρυώνει» τό σπίτι. Μόνος του, σέ μιά δύσκολη ἡλικία, ἄντεξε ὅλο τό βάρος· σίγουρα ἔβαλε καί ὁ Θεός τό «χεράκι» Του, καί κατάφερε νά τελειώσει τίς σπουδές του, ἐργαζόμενος παράλληλα. Καί νά τώρα, ψάχνει γιά ἐργασία γιά νά συντηρήσει τήν οἰκογένειά του, τριβελίζοντας τό μυαλό του ὅλες αὐτές οἱ ἀρνητικές σκέψεις.
Στό λιβάδι ὅμως, τοῦ νοῦ του, μαζί μέ τά τριβόλια, ξεμυτίζουν καί δυό λαμπερές χρυσαφένιες μαργαρῖτες. Ἡ πρώτη χρυσή μαργαρίτα, ἦταν τά λόγια πού τοῦ εἶχε πεῖ ἡ ἀγράμματη (εἶχε τελειώσει δυό - τρεῖς τάξεις τοῦ δημοτικοῦ), μά σοφή πεθερά του, λίγο πρίν ἑνωθοῦν μέ τά ἱερά δεσμά τοῦ γάμου, κι εἶχαν ριζώσει στά κατάβαθα τοῦ νοῦ του· «ὁ γάμος παιδί μου, δέν εἶναι βίος ἀνθόσπαρτος. Εἶναι ἕνα πέλαγος, ἄλλοτε γαλήνιο καί ἄλλοτε φουρτουνιασμένο. Ἐσεῖς θά ξεκινήσετε τό ταξίδι σας μέ τό καραβάκι τῆς οἰκογένειάς σας, καί δέν θά φοβηθεῖτε τίποτε, οὔτε θά ἀπελπιστεῖτε ποτέ· ἀρκεῖ στό καραβάκι αὐτό νά βάλετε καπετάνιο τόν Χριστό μας. Τότε νά εἶστε σίγουροι, πώς ὅ,τι καί νά ἀντιμετωπίσετε, τρικυμίες, δυνατούς ἀνέμους, δυσκολίες, θά φθάσετε μέ ἀσφάλεια στό γαλήνιο λιμάνι σας».
Καί ἡ δεύτερη, τό σημείωμα πού τούς εἶχε δώσει· ἕνα κομμάτι χαρτί μέ λίγα λόγια, δανεισμένα ἀπό μιά ἄλλη μάνα, τήν Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ ἁγίου Κλήμεντος· «Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο... Τόν Χριστό μονάχα λάτρευε. Στόν Χριστό μονάχα ἔχε ἐμπιστοσύνη. Αὐτός εἶναι πραγματικά, ἡ ἀθανασία. Αὐτός εἶναι ἡ σωτηρία. Αὐτός, πού κατέβηκε γιά μᾶς ἀπό τά Οὐράνια καί μᾶς ἀνέβασε μαζί Του καί μᾶς ἔκανε παιδιά Του καί θεούς. Ὅποιος λοιπόν μπαίνει στήν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ Δεσπότη, θά ξεπεράσει ὅλες τίς δυσκολίες...». Ὅταν τά παιδιά, οἱ νέοι, θωρακίζονται μέ τέτοια ἐφόδια, πῶς νά μήν ἀντέξουν στίς κακοτοπιές τοῦ κακοτράχαλου στίβου τῆς ζωῆς;
Ἡ ὑπομονή τοῦ Σπύρου, τοῦ, γιά τόν ἄσπλαχνο κόσμο, «γιοῦ τοῦ φυλακισμένου», συνεχίζει νά δοκιμάζεται. Ἔψαξε μέχρι καί κάτω ἀπό τίς πέτρες γιά ἐργασία, μά βρῆκε καρδιές σκληρότερες κι ἀπό αὐτές. Τελευταῖα προσπάθεια γιά τή σημερινή ἡμέρα· ὁ ἥλιος ἄλλωστε, ἄρχισε νά γέρνει καί νά χάνεται. Τελευταῖα του ἐλπίδα, ἴσως γενικότερα, ἦταν τό μαγαζί τοῦ θείου τῆς γυναίκας του. Ἀποκαμωμένος καί ντροπιασμένος, χτύπησε τήν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ θείου Ἀποστόλου.
-Καλῶς τόν Σπύρο. Κάθισε παιδί μου. Νά σέ κεράσω κάτι;
-Εὐχαριστῶ θεῖε, λίγο νεράκι, ἐάν ἔχεις τήν καλωσύνη.
-Βεβαίως.
-Λοιπόν, πῶς ἀπό ἐδῶ; Μπορῶ νά σέ ἐξυπηρετήσω σέ κάτι;
-Κοίταξε θεῖε, ψάχνω γιά ἐργασία. Δέν εἶμαι μόνος πλέον, ὅπως ξέρεις, καί πρέπει νά ζήσω τήν οἰκογένειά μου. Ἔχω ἀνάγκη νά ἐργασθῶ καί σκέφτηκα μήπως χρειάζεσαι κάποιον βοηθό στό μαγαζί.
-Ἄχ βρέ Σπύρο. Πολύ θά τό ἤθελα νά δουλέψεις μαζί μου. Δυστυχῶς ὅμως οἱ δουλειές δέν πᾶνε καλά καί τά βγάζω ἴσα ἴσα γιά νά ταΐσω τήν οἰκογένειά μου. Θά σ’ ἔχω ὅμως ὑπόψη καί ἄν ἀκούσω κάτι θά σέ εἰδοποιήσω.
-Εὐχαριστῶ θεῖε, εὐχαριστῶ... πρέπει νά φύγω...
Ἄλλη μία πόρτα ἔκλεισε· ἴσως καί ἡ τελευταῖα! Μέ τήν ἀπογοήτευση ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του καί τό κεφάλι κατεβασμένο, ὁ Σπύρος πῆρε τό δρόμο γιά τήν ἐπιστροφή. Τό κεφάλι του βούιζε. Περπατοῦσε σάν χαμένος. Πῶς θά ἀντικρύσει καί πάλι τήν καλή του, χωρίς νά τῆς φέρει κάποια καλή εἴδηση; Δάκρυσε, ὁ εὐλογημένος νέος, δάκρυσε καί ὁ οὐρανός· τοῦ ἔριξε μερικές σταγόνες στό πρόσωπο σάν νά ἤθελε νά τοῦ ξεπλύνει τή ρετσινιά, καί τοῦ ἔστρωσε τ’ ἀστέρια στό δρόμο του, γιά νά μήν ἀποκάμει. Αὔριο καί πάλι θ’ ἀνατείλει ὁ ἥλιος...
~ 2 ~
Ἡ Μαρία, ἡ πεθερά τοῦ Σπύρου, γύρισε κουρασμένη ἀπό τή δουλειά. Ἡ φτώχεια καί ἡ ἀνέχεια, τέχνες κατεργάζονται, ἔτσι καί ἐκείνη ἔμαθε νά βγάζει τόν ἐπιούσιο κάνοντας διάφορες ἐργασίες. Καθάριζε σπίτια, ἐκτελοῦσε χρέη νοσοκόμας, καί γενικότερα ὅ,τι μποροῦσε νά κάνει γιά νά ἐξοικονομήσει τά πρός τό ζεῖν.
-Βράδιασε καί σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, καλά πήγαμε.
-Κουράστηκες μητέρα, ἔλα νά φᾶς κάτι νά στηλωθεῖς καί μετά νά ξεκουραστεῖς.
-Εὐχαριστῶ, κοριτσάκι μου.
Ἡ Εὐρυδίκη, ἡ κόρη τῆς Μαρίας ἄν καί νέα κοπέλα, ἦταν πολύ προκομμένη καί φιλότιμη. Φρόντισε καί κοπίασε νά τελειώσει τίς σπουδές της στήν ὥρα της. Ἐπικεντρώθηκε στά μαθήματά της, διότι δέν ἤθελε νά ἐπιβαρύνει περισσότερο τήν καλή της μητερούλα, πού, παρ’ ὅλη τή φτώχεια της, δέν λυπήθηκε τούς κόπους της καί τήν ἔστειλε γιά νά σπουδάσει. Παράλληλα, ἡ Εὐρυδίκη, ἐργαζόταν περιστασιακά, ὅπου ἔβρισκε. Ὅταν γνώρισε τόν Σπύρο, ἀποφάσισαν ἀπό κοινοῦ νά προχωρήσουν σέ γάμο, μετά τίς σπουδές τους. Ἄνοιξαν τή «θύρα τοῦ Παραδείσου» μέ τόν εὐλογημένο τους γάμο, κόντρα σέ μιά ὀρθολογιστική ἐποχή πού τό βλέμμα της εἶναι στραμμένο στή γῆ, στό χῶμα ἤ μᾶλλον καλύτερα, στήν λάσπη. Ὁ Σπύρος καί ἡ Εὐρυδίκη κοίταζαν ψηλά, ἐνῶ ταυτόχρονα ἦταν προσγειωμένοι. Ἡ θωριά τους ἀτένιζε τόν οὐρανό καί πίστευαν ἀλλά καί γνώριζαν μέ τήν μικρή τους πεῖρα, ὅτι ὁ Θεός δέν πρόκειται νά τούς ἀφήσει ποτέ!
Ζοῦσαν καί οἱ τρεῖς τους σέ ἕνα φτωχικό σπιτάκι μέ ἐνοίκιο. Ὁ Σπύρος ἐδῶ καί καιρό ἔψαχνε γιά ἐργασία, καί σήμερα, πρός στιγμήν νόμισε πώς ἔκλεισε καί ἡ τελευταῖα πόρτα, μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ θείου. Τά ἀνθρώπινα πάθη, σφαλίζουν τά μάτια μέ παρωπίδες καί τήν καρδιά θρέφουν μέ φίδια. Ἔτσι κατάντησε καί ἡ μικρή «καλή» κοινωνία της Ἀξιούπολης, πού μόνο κατ’ εὐφημισμό ὀνομάζονταν ἔτσι. Κοιτοῦσε, ἀλλά ἔβλεπε μόνο τό γιό τοῦ φυλακισμένου...!
Ἡ Μαρία ξάπλωσε νά ξεκουράσει τό κουρασμένο κορμάκι της. Ὁ Σπύρος μέ τήν Εὐρυδίκη συζητοῦσαν στό μικρό τραπέζι τοῦ καθιστικοῦ. Ὅλη ἡ ἀγωνία, ἡ ἀπογοήτευση μά καί ἡ αἰσιοδοξία, ὁ ἀγῶνας, ἡ διάθεση γιά ἐργασία, γιά ζωή, δυό νέων, ἐπάνω σ’ ἕνα μικρό τραπεζάκι.
-Εὐρυδίκη, ὁ κόσμος μοῦ κλείνει τίς πόρτες. Δέν μέ βλέπουν ὡς ἕνα νέο πού πασχίζει νά κάνει ἕνα νέο ξεκίνημα στή ζωή. Νά ἐργαστεῖ καί νά βγάλει τίμια τό ψωμί του. Βλέπουν μόνο τόν γιό τοῦ φυλακισμένου. Δέν μπορῶ νά βρῶ ἐργασία, ὅσο κι ἄν προσπαθῶ. Τί θά κάνουμε; Πῶς θά ζήσουμε; Ἡ μάνα σου ὅλη μέρα τρέχει καί σκοτώνεται γιά νά μᾶς ζήσει. Τήν ντρέπομαι...
-Μήν ἀνησυχεῖς Σπύρο, ἔχει ὁ Θεός. Ἄν ὁ κάθε ἕνας ἔβλεπε σέ ἐσένα τόν ἑαυτό του, ἤ ὅτι ἀνά πᾶσα στιγμή θά μποροῦσε νά ἀποκτήσει τήν ἴδια ἤ ἀνάλογη «ρετσινιά», τότε τά πράγματα θά ἦταν γιά ὅλους καλύτερα. Ἄς βλέπουμε ὅμως τά θετικά. Εἴμαστε καί οἱ δυό νέοι καί γεροί. Θά δουλέψω κι ἐγώ, θά ψάξω νά βρῶ μιά δουλειά καί θά δεῖς, θά ἔρθει καί ἡ ὥρα πού θά βρεῖς κι ἐσύ. Ἡ μάνα μου, ὄντως ἔχει κουραστεῖ τόσα χρόνια, θά ἔρθει ἡ ὥρα ὅμως, νά ξεκουραστεῖ, θά τό δεῖς...
-Μακάρι νά ἤμουν τόσο αἰσιόδοξος, ὅσο ἐσύ. Ξέρεις, ἐπισκέφτηκα καί τόν θεῖο σου, τόν Ἀπόστολο. Πῆγα στό μαγαζί του καί τόν παρακάλεσα νά μέ προσλάβει ἤ νά μοῦ δώσει κάποια ἐργασία. Μοῦ εἶπε ὅτι δέν πάει καλά τό μαγαζί καί δέν μπορεῖ νά μοῦ δώσει ἐργασία. Ἔτσι, ἔκλεισε καί αὐτή ἡ πόρτα.
-Γιά νά σοῦ τό εἶπε, ἔτσι θά εἶναι. Ὁ θεῖος μου εἶναι καλός καί δέ νομίζω νά σέ ἀπέκλεισε λόγῳ τοῦ πατέρα σου.
Ἡ Μαρία δέν μποροῦσε νά κοιμηθεῖ καί ἄκουγε στό μικρό σπίτι τή συζήτηση τῶν παιδιῶν της. Ὅλο τό βράδυ οἱ σκέψεις τριγύριζαν στό μυαλό της. Εἶχε ὄντως δουλέψει πολύ στή ζωή της, ἀλλά ὁ Θεός δέν τήν ἄφησε ποτέ. Πέρασε πολλές καταστάσεις, δύσκολες, μά κατόρθωσε νά μεγαλώσει τίμια τήν κόρη της. Ὁ ἄντρας της εἶχε «φύγει» νωρίς, τόν εἶχε «προδώσει» ἡ καρδιά του. Αὐτή ὅμως, δέν τό ἔβαλε κάτω· ἀγωνίστηκε μέ ὅλες της τίς δυνάμεις καί πάντα δοξολογοῦσε τόν Θεό. Πάντα ἔβλεπε τό χέρι Του δίπλα της. Πάντα, ἀκόμη καί τήν τελευταῖα στιγμή, ὅταν τελείωνε καί ἡ τελευταῖα μπουκιά ψωμί, πάντα κάτι βρίσκονταν, εἴτε κάποια δουλειά τῆς στιγμῆς, κάποια ἔνεση σέ κάποιον ἄρρωστο εἴτε κάποια ἄλλη μικροδουλειά, κάποια χρωστούμενα, ἔτσι ὥστε ποτέ δέν ἔμεινε νηστική ἡ μικρή της κορούλα.
Εἶχε ζήσει ἡ Μαρία τό θαῦμα. Εἶχε ζήσει πολλά θαυμαστά σημεῖα στή ζωή της. Γνώριζε καί τό «χέρι» τοῦ Θεοῦ, γνώριζε καί τό «χέρι» τοῦ πονηροῦ. Καί ἀπό δικές της ἐμπειρίες καί ἀπό τῆς πολυαγαπημένης της μάνας. Στήν μνήμη της εἶχε ἐντυπωθεῖ ἀνεξίτηλα, αὐτό πού συνέβη στή μάνα της. Πολλά χρόνια πίσω, ὅταν ἡ μητέρα της ἦταν νεαρή κοπέλα, νιόπαντρη, μετά ἀπό ἕνα σωματικό ἀτύχημα πού εἶχε, ἔμειναν στό σῶμα της δυό συρίγγια, δυό τρῦπες πού ἔτρεχαν συνέχεια ὑγρό. Ἄρχισε νά ὑπάρχει ἔντονο πρόβλημα, καθώς τό ὑγρό δέν σταματοῦσε νά τρέχει. Τότε ὁ ἄντρας της ρωτῶντας γιά νά βρεῖ λύση στό πρόβλημα, κατέφυγε σέ ἕναν μωαμεθανό πού κάποιος τοῦ συνέστησε. Τόν ἀποκαλοῦσαν «χότζα», καί ἤξερε πρακτική ἰατρική. Ὁ χότζας, ζήτησε τά ὀνόματα τῶν γονιῶν της καί τῆς ἔδωσε κάτι χαρτάκια, πού δέν γνώριζε τί ἔγραφαν, μέ τήν ὁδηγία νά τά βγάζει κάθε βράδυ γιά λίγο στό φεγγαρόφως. Κατόπιν, τῆς ἔδωσε δύο «φυλαχτά», στά ὁποία ἦταν γραμμένο τό ὄνομα τοῦ πατέρα της (ἤ ἔτσι τοὐλάχιστον νόμιζε), τά ὁποία καί τά φόρεσε.
Τότε συνέβη καί τό «θαῦμα». Παρατήρησε, ὅτι σταμάτησε ἡ ροή τοῦ ὑγροῦ καί τά συρίγγια ἔκλεισαν τελείως! Κατόπιν τούτου, φοβόταν νά βγάλει τά «φυλαχτά», μήπως καί ξαναρχίσουν τά συρίγγια νά ρέουν. Παρατήρησε ὅμως καί τό ἐξῆς: κάθε φορά πού πήγαινε στήν ἐκκλησία, ἐνῶ δέν εἶχε ἔμμηνο ρῦση, τῆς ἔρχονταν αὐτομάτως μέ τήν εἴσοδό της στόν ναό καί δέν μποροῦσε νά κοινωνήσει. Αὐτό συνεχίστηκε γιά πολύ καιρό. Τότε συγγενεῖς ρώτησαν γνωστό τους ἱερέα, ὁ ὁποῖος τούς παρέπεμψε σέ ἕναν τυφλό γέροντα ἱερέα. Ἐξομολογήθηκε στόν γέροντα ἡ Δέσποινα, καί ἐξιστόρησε τά συμβάντα. Ὁ γέροντας τή συμβούλευσε τί νά κάνει ἀκριβῶς μέ τά «φυλακτά», καί ἀπό τότε θεραπεύτηκε. Τήν ἐπιτίμησε δέ, πού κατέφυγε σέ χότζα, μή ἀφήνοντάς της νά κοινωνήσει ἀμέσως, παρά νά πιεῖ στήν ἀρχή τόν Μεγάλο Ἁγιασμό καί τῆς εἶπε νά τελεστεῖ στό σπίτι της Εὐχέλαιο. Ἔτσι ἔμαθε ἡ Δέσποινα, παθαίνοντας, ὅτι καί ὁ πονηρός κάνει «θαύματα». Καί φρόντισε νά διδάξει τούτη τήν ἐμπειρική γνώση στήν μονάκριβή της κόρη της. Ἔτσι γνώριζε καί ἡ Μαρία, ἀπό πρῶτο χέρι...
~ 3 ~
Τήν ἑπόμενη μέρα, ὁ βαρύς πρωινός οὐρανός, ξέσπασε σέ πλούσια σιωπηλή βροχή. Ἡ Μαρία, κοίταξε ἀπό τό παράθυρό της. Μιά πανέμορφη εἰκόνα τῆς πόλης, ἁπλώνονταν ἐμπρός της. Ἡ βροχή ξέρει πώς νά μεταμορφώνει τή μικρή της πόλη. Οἱ μυρωδιές τῶν πεύκων πού ξύπνησε ἡ βροχή, ἀνακατεμένες μέ αὐτές τοῦ χώματος, χάϊδεψαν ἁπαλά τά ρουθούνια της. Πῆρε μιά βαθιά ἀνάσα. Τῆς ἄρεσε πολύ ἡ βροχή. Ἡ πρωινή αὔρα μούσκεψε ἐλαφρά τό πρόσωπό της. Ἔκλεισε τό παραθύρι της καί ἑτοίμασε τό φτωχικό πρωινό τραπέζι· λίγες ἐλιές, ψωμί καί τσάϊ. Εἶχε σκοπό σήμερα νά ἀνακοινώσει στά ἀγαπημένα της παιδιά τίς σκέψεις της, πού ὡρίμασαν σέ ἀπόφαση τίς πρῶτες πρωινές ὧρες.
-Παιδιά, σκέφτηκα καί ἀποφάσισα κάτι. Τώρα πού εἴμαστε ἐδῶ καί οἱ τρεῖς, εἶναι εὐκαιρία νά σᾶς τό πῶ. Ἔχω ἕνα μικρό οἰκοπεδάκι, τό ξέρεις Εὐρυδίκη. Θά τό πουλήσουμε, καί μέ τά χρήματα θά ἀνοίξουμε ἕνα μικρό μαγαζάκι, γιά...
-Ὄχι μαμά, τή διέκοψε ἡ Εὐρυδίκη. Ὄχι, ἄς μήν τό πειράξουμε αὐτό τό οἰκόπεδο. Σοῦ τό ἄφησε ὁ παπποῦς καί εἶναι τό μόνο πού σοῦ ἔμεινε ἀπό αὐτόν γιά νά τόν θυμᾶσαι. Πάντα ἔλεγε, νά τό δώσουμε ἀντιπαροχή καί νά πάρουμε ἕνα δικό μας σπιτάκι.
-Εἶμαι σίγουρη πώς, ἄν ζοῦσε ὁ παπποῦς σου, θά συμφωνοῦσε μαζί μου· θά ἤθελε νά τό πουλήσουμε γιά νά τό ἀξιοποιήσουμε κατάλληλα. Θά ἤθελε νά μᾶς φανεῖ χρήσιμο. Ἄλλωστε, ὁ παπποῦς καί ἡ γιαγιά βρίσκονται στήν καρδιά μου, καί δέν πρόκειται νά τούς ξεχάσω ὅσο ζῶ. Ὅσο γιά τό δικό μας σπίτι, ἄν θέλει ὁ Θεός, θά γίνει καί αὐτό.
Πράγματι ἡ Μαρία ποτέ δέν ξέχασε τούς δικούς της κεκοιμημένους· τούς γονεῖς της, τόν ἄντρα της ἀλλά καί τά συμπεθέρια της. Πήγαινε συχνά στό κοιμητήριο, στούς τάφους τους καί τούς διατηροῦσε καθαρούς καί εὐπρεπισμένους. Τά κανδηλάκια τους πάντα φεγγοβολοῦσαν, καί τά ἄνθη δέν ἔλειψαν σχεδόν ποτέ. Μέ κάθε δέ, εὐκαιρία ἔλεγε καί τόν παπα-Δημήτρη νά κάνει καί τρισάγιο γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τους.
-Μαμά, ἐπιμένω, εἶπε ἡ Εὐρυδίκη, ἐννοῶντας το.
-Ναί μητέρα, θά στεναχωρηθῶ περισσότερο ἄν τό πουλήσεις. Μοῦ εἶχε πεῖ ἡ Εὐρυδίκη τό ὄνειρό σας, νά κτίσετε ἕνα μικρό σπιτάκι σέ αὐτό τό οἰκόπεδο καί νά μήν εἶστε μιά ζωή στό ἐνοίκιο.
-Καλά μου παιδιά, σᾶς εὐχαριστῶ πού τά σκέφτεστε ὅλα αὐτά. Δόξα τῷ Θεῷ, ὁ σπιτονοικοκύρης μας, εἶναι καλός καί μᾶς τό νοικιάζει σέ οἰκονομική τιμή. Ἔπειτα, τίποτα δέν ἀξίζει περισσότερο σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὅσο μιά ἀνθρώπινη ζωή. Ὅλα τά ἄλλα ἔρχονται καί παρέρχονται. Ὅπως λέει καί ἕνα σοφό ρητό, «σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου καί οὐδέποτε οὐδενός»! Καί πράγματι ἔτσι εἶναι: σήμερα εἶναι δικό μας, αὔριο κάποιου ἄλλου καί ποτέ δέν ἀνήκει σέ κάποιον!
Εἶναι πραγματικά τρομερό καί νά τό σκεφτεῖ κανείς, πῶς, γιά ἕνα μέτρο γῆς μπορεῖ νά σκοτωθοῦν δυό ἀδέλφια! Δυό ἀδέλφια πού δέν ἔχουν μάθει νά μοιράζονται, δέν ἔχουν μάθει νά ἀγαποῦν! Ὁ φθόνος κυριαρχεῖ στίς ψυχές τους καί τούς μεταμορφώνει σέ ἀγριανθρώπους. Τί μεγάλη ἀνοησία· τελικῶς, κανείς δέν χαίρεται τή γῆ πού «κέρδισε», διότι ὁ ἕνας βρίσκεται στό χῶμα καί ὁ ἄλλος στήν φυλακή! Αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς ἀνθρώπινες τραγωδίες.
~ 4 ~
Τό οἰκόπεδο τῆς Μαρίας βρίσκονταν σέ περιζήτητη θέση. Ἦταν στήν ψηλότερη θέση τῆς πόλεως καί εἶχε πανοραμική θέα. Βρίσκονταν στήν συμβολή δύο δρόμων καί τό εἶχε ἀγοράσει ὁ πατέρας της, μαζεύοντας τίς δραχμές «φασούλι - φασούλι». Κρυφοκαμάρωνε γι’ αὐτό, καθώς τό εἶχε γιά νά προικίσει τήν κόρη του. Εἶχε ἀρκετές προτάσεις, ἡ Μαρία, ὅλα αὐτά τά χρόνια γιά νά τό πουλήσει.Ἔτσι, δέν ἄργησε νά βρεῖ ἀγοραστή.
-Βρῆκα, βρῆκα ἀγοραστή, Εὐρυδίκη· σύντομα τό οἰκόπεδο θά πουληθεῖ καί, Θεοῦ θέλοντος, θά πραγματοποιηθεῖ τό ὄνειρό μας.
-Μαμά, σέ εὐχαριστοῦμε πολύ. Ὁ Σπύρος νοιώθει μεγάλη ὑποχρέωση ἀπέναντί σου.
-Νά μή νοιώθει ἔτσι. Δική μου εἶναι ἡ ὑποχρέωση νά βοηθήσω τά παιδιά μου. Οἱ γονεῖς παιδί μου, θά τό καταλάβεις καί ἐσύ ὅταν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεις μητέρα, κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά εἶναι τά παιδιά τους εὐτυχισμένα. Τότε καί μόνο τότε εἶναι καί αὐτοί εὐτυχισμένοι. Ἄλλωστε, καί οἱ δικοί μου γονεῖς ἔτσι ἔκαναν...
-Δέν ξέρω τί νά πῶ μαμά. Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μοῦ χάρισε ἐσένα γιά μητέρα.
-Ἄχ παιδάκι μου, μή ξεχνᾶς πώς εἴμαστε πρόσφυγες. Οἱ γονεῖς μου ξεριζώθηκαν ἀπό τήν πατρίδα, ὅπου ζοῦσαν καλά. Ἐκεῖ ὁ παπποῦς εἶχε μεγάλη περιουσία. Ἦταν ἔμπορος, ὅπως καί ὁ πατέρας του· εἶχε γῆ, ζῶα, εἴχανε ὅλες τίς ἀνέσεις τῆς ἐποχῆς. Καί ἐν μία νυκτί, τά ἔχασαν ὅλα. Τό ἴδιο καί ἡ μάνα μου· ζοῦσε σέ κοντινό χωριό μέ τόν πατέρα μου καί γνωρίστηκαν κατά τή διάρκεια τοῦ ταξειδιοῦ τῆς ἐπιστροφῆς στήν Ἑλλάδα. Δόξαζαν τόν Θεό ὅμως, πού ἦταν καλά, ἦταν ὑγιεῖς. Εἴχανε ἔρθει ὅλοι ἐδῶ, στήν Μητέρα Ἑλλάδα. Καί μέ στερήσεις, σχεδόν ἀπό τό μηδέν, στήσανε τό σπιτικό τους καί σταθήκανε στά πόδια τους. Ξέρεις γιατί; ...
Ἡ Εὐρυδίκη κούνησε ἐλαφρά τό κεφάλι της καί ὁ μικρός μορφασμός τῶν φρυδιῶν της, ἦταν σά νά ρώτησε· «γιατί;».
-Γιατί ἔφεραν μαζί τους, ἀπό τήν Πατρίδα, τόν θησαυρό τους, τόν θησαυρό μας. Καί ξέρεις ποιός εἶναι αὐτός ὁ θησαυρός; Εἶναι ἡ πίστη μας! Ἡ Ἁγία μας Ὀρθοδοξία! Μαζί τους δέν φέρανε χρυσάφια καί διαμάντια· φέρανε τίς ἅγιες εἰκόνες, τά ἅγια λείψανα, τά τιμαλφῆ τῆς πίστης μας. Αὐτός εἶναι ὁ θησαυρός μας: ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ! Γι’ αὐτό ὀρθοποδήσανε... θυμᾶμαι, ἀπό τίς διηγήσεις τῶν γονιῶν μου, οἱ συγχωριανοί μας ξήλωσαν ὁλόκληρο τό τέμπλο τοῦ Ἁϊ Γιώργη, καί τό τοποθέτησαν μέ εὐλάβεια σέ ξύλινα κιβώτια πού ἔφτιαξαν γι’ αὐτόν τόν λόγο....
...Βέβαια, ὁ παπποῦς καί ἡ γιαγιά δέν ζοῦνε πιά· ἀλλά εἶμαι σίγουρη πώς βρίσκονται κοντά στόν Θεό. Ἦταν ἁπλοί καί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι. Θυμᾶμαι σάν τώρα τά λόγια τῆς μάνας μου· τότε, ὅταν πρωτοπάτησαν τά πόδια τους στήν Ἑλλάδα, ἄκουσε ὁ πατέρας μου κάποιους ντόπιους νά βλασφημοῦν τόν Θεό, καί εἶπε στή μάνα μου· «Δέσποινα, ποῦ ἤρθαμε... ἐδῶ βρίζουν τόν Χριστό, πᾶμε νά φύγουμε...»...
...Ἐδῶ, τόσα χρόνια μάθαμε στή λιτή ζωή, ἔμαθα στήν ἁπλή ζωή, στήν ἐργασία πού ποτέ δέν τή φοβήθηκα. Ἀργότερα, ὅπως ξέρεις «ἔφυγε» καί ὁ πατέρας σου καί ἡ ζωή μέ ἔσπρωξε στόν ἀγῶνα, ἔπεσα στήν ἀγριεμένη θάλασσα καί ἀναγκάστηκα νά μάθω κολύμπι γιά νά ἐπιζήσω. Καί λέω καί πάλι, δόξα τῷ Θεῷ, γιατί, ἄν καί ὁ πατέρας σου «ἔφυγε» νωρίς, δέν μέ ἄφησε ὁ Θεός. Μοῦ εἶχε δώσει τήν ὑπομονή, τήν ἐπιμονή, τό θάρρος καί τήν τόλμη καί ἔμαθα νά κάνω τόσες δουλειές. Ἔμαθα νά κάνω ἐνέσεις, νά περιποιοῦμαι ἀσθενεῖς καί πληγές, νά ράβω καί νά ἐπισκευάζω φορέματα καί ὅλα ὅσα γνωρίζεις. Ἔτσι σέ μεγάλωσα καί ἔγινες σωστή γυναῖκα.
-Τό ξέρω μητέρα καί σ’ εὐχαριστῶ πολύ γι’ αὐτό.
-Γι’ αὐτό κόρη μου, νά μήν ἀπελπιζόμαστε ποτέ. Καί σύ, νά στηρίζεις τόν ἄντρα σου. Νά εἶστε πάντοτε ἀγαπημένοι...
Ἀφοῦ, μάνα καί κόρη ἀγκαλιάστηκαν, ἡ μάνα ἔφυγε ἔξω γιά τίς δουλειές της. Ἡ Εὐρυδίκη ταξίδεψε γιά λίγο στό παρελθόν, μέσα ἀπό τίς παλιές ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες τοῦ μικροῦ μπαούλου. Μπρός στά δακρυσμένα, ἀπό τή νοσταλγία, μάτια της, ζωντάνεψαν οἱ παπποῦδες, οἱ γιαγιάδες, ὁ πατέρας της, οἱ συγγενεῖς καί οἱ παλιοί τους φίλοι. Ἐντύπωση τῆς ἔκαναν οἱ συνήθεις, γιά τότε ἀφιερώσεις, στό πίσω μέρος τῶν φωτογραφιῶν· «Ὡς ἐμπόδιον λησμονιᾶς»!
~ 5 ~
Ὁ Ἀπόστολος, ὁ ἀδελφός τῆς Μαρίας, καθισμένος στό σαλόνι τοῦ πολυτελοῦς σπιτιοῦ του, ἀγχωμένος, πιεσμένος, στεναχωρημένος ἄκουγε τά «ἐξ ἁμάξης» ἀπό τή σύζυγό του, ὡς συνήθως. Τώρα, ἕνας ἐπιπλέον λόγος ἦταν ἡ δύσκολη οἰκονομική θέση στήν ὁποία βρίσκονταν, καθώς κινδύνευε νά χρεωκοπήσει. Ὁ Ἀπόστολος εἶχε λάβει καί αὐτός ἀγάπη καί Χριστό ἀπό τούς γονεῖς του. Μεγαλώνοντας ὅμως, ἄρχισε νά κάνει δύστροπες καί «ἁμαρτωλές» παρέες, καί σιγά σιγά, χωρίς νά τό καταλάβει, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἔλεγε καί ἕνας ἄλλος Ἀπόστολος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οἱ κακές συναναστροφές διαφθείρουν τά καλά ἤθη[1]. Σέ αὐτές τίς παρέες γνώρισε καί τήν νῦν γυναῖκα του, καί τό «ἔγκλημα» ὁλοκληρώθηκε...
-Πάει καί τελείωσε, εἶσαι ἀνίκανος, εἶσαι ἀ-νί-κα-νος, ἄχρηστος... Ἐσύ φταῖς πού φτάσαμε ὡς ἐδῶ. Ἐσύ φταῖς γιά ὅλα...
-Αὐτό ἔχεις μόνο νά πεῖς; Δουλεύω τόσα χρόνια, ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ γιά νά ἔχεις ἐσύ καί τά παιδιά μας ὅλες τίς ἀνέσεις. Ποτέ δέν ἔβαλες ἕνα χεράκι, νά μοῦ πεῖς ἔστω καί μιά καλή κουβέντα. Μόνο νά καλοπερνᾶς θέλεις...
-Γι’ αὐτό δέ σέ παντρεύτηκα; Μοῦ εἶχες ὑποσχεθεῖ ὅτι θά ζῶ βασιλικά. Τώρα ἔχουμε ἕνα ὄνομα, τί θά πεῖ ὁ κύκλος μας ὅταν μάθει ὅτι θά χρεωκοπήσουμε; Τί θά ἀπογίνω ἐγώ; Τί θά ἀπογίνουν τά παιδιά μας;
-Τά παιδιά μας θά μποροῦσαν νά δουλέψουν λίγο, τούς ἔχεις κακομάθει. Νά μήν τούς λείψει τίποτε, ὅ,τι θελήσουν τούς τό ἀγοράζεις...
-Πρέπει νά ὑπάρχει κάποια λύση, δέν μπορεῖ κάτι πρέπει νά γίνει...
-Χτύπησα ὅλες τίς πόρτες. Τίς βρῆκα ὅλες κλειστές. Αὐτό πού θά γίνει, εἶναι νά βρεθῶ στή φυλακή, ἀλίμονό μου...!
-Δέ μοῦ λές, ἐκείνη ἡ ἀδελφή σου, δέν ἔχει ἕνα οἰκόπεδο ἀπό τόν γέρο σας; Μήπως μπορεῖ νά σέ βοηθήσει αὐτή; Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἄχρηστο τῆς εἶναι...
-Δέν ντρέπεσαι καθόλου, ἔεε; Τήν ἀδελφή μου ποτέ δέν τή συμπάθησες. Ποτέ δέν τήν ἤθελες καί τώρα νά τῆς ζητήσω βοήθεια; Μέ τί μοῦτρα;
-Μή μοῦ πεῖς τώρα ὅτι ντρέπεσαι... Σήκω γρήγορα καί πήγαινε στήν ἀδελφή σου... Γρήγορα...
Ὁ Ἀπόστολος ἔνοιωθε τούς τοίχους νά τόν κυνηγοῦν, μέσα στό πλούσιο μά παγερό, δωμάτιό του, καί τήν ψυχή του, ἀνίκανη νά δραπετεύσει ἀπό τήν πλούσια φυλακή του. Μακάρι νά ἔβλεπε ἐφιάλτη· θά ξυπνοῦσε καί θά τελείωνε τό κακό, θά γλύτωνε ἀπό αὐτό τό κακό ὄνειρο, πού δυστυχῶς ὅμως, ζοῦσε στόν ξύπνιο του... Ὁ νοῦς του φτερούγισε στό αὔριο. Ἀβεβαιότητα τότε τόν κυρίεψε κι ἡ καρδιά του κτυποῦσε τρομαγμένη. Ἔβλεπε τόν ἑαυτό του πίσω ἀπό τά κάγκελα τῆς φυλακῆς. Ὄχι, ἔπρεπε νά σφίξει τά δόντια καί τήν καρδιά του καί νά πάει στήν ἀδελφή του. Μπορεῖ ἡ γυναῖκα του νά ἦταν δύστροπη, ἀλλά τώρα εἶχε δίκιο. Ἡ ἀδελφή του ἦταν ἡ μόνη λύση...
~ 6 ~
Ὁ Ἀπόστολος, ὁ μικρός ἀδελφός τῆς Μαρίας, ἔχοντας μηδενίσει οἱ ἐπιλογές του, στά ὅρια τῆς ἀπόγνωσης, ἔσφιξε τήν ἤδη σκληρυμμένη καρδιά του καί ἐπισκέφτηκε τήν ἀδελφή του. Θυμήθηκε τά παιδικά του χρόνια· τήν ἀγαποῦσε τήν ἀδελφή του. Ἦταν ἡ μεγάλη του ἀδελφή καί πάντα τόν πρόσεχε. Ἦταν ὁ φύλακας ἄγγελός του· πάντα τόν στήριζε στίς δύσκολές του στιγμές, μέχρι σήμερα. Ἴσως τοῦ εἶχαν μείνει κάποια ἴχνη ἀγάπης, βαθειά, πολύ βαθειά μέσα στό φυλλοκάρδι του. Ἴσως, ἡ τρικυμισμένη του καρδιά, νά ἀνέδιδε κάποια μικρά ψήγματα νηνεμίας, ὡς ἀπαύγασμα τῆς θλίψης.
-Καλημέρα Μαρία.
-Καλημέρα Ἀπόστολε, ἔλα, πέρασε νά σοῦ φτιάξω καφέ.
Ἀφοῦ ἑτοίμασε ἡ Μαρία τό καφεδάκι, κάθισαν στό τραπεζάκι τοῦ μικροῦ καθιστικοῦ.
-Λοιπόν, καιρό ἔχεις νά ἔρθεις στό σπίτι. Ποιός καλός ἄνεμος σέ φέρνει; Τί κάνει ἡ Ἀγγελική, τά παιδιά;
-Μπάαα! Δυστυχῶς ὁ ἄνεμος δέν εἶναι καλός. Εἶναι κακός, στραβός καί ἀνάποδος. Ἡ Ἄντζυ καί τά παιδιά καλά εἶναι ἀπό ὑγεία, ἀλλά ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ἄσε μήν τά ρωτᾶς.
-Γιατί καλέ μου ἀδελφέ, τί σοῦ συμβαίνει;
-Ἡ ἐπιχείρησή μου δέν πάει καλά καί χρωστάω πολλά λεφτά. Ἄν δέν ξεπληρώσω τό χρέος μου, σέ τρεῖς μῆνες, θά πάω φυλακή.
-Χρωστᾶς πολλά;
-Πολλά δέν θά ἔλεγα ὅτι εἶναι, ἀλλά θά ἤθελα τά διπλάσια γιά νά μπορέσω νά ξεχρεώσω καί νά κατορθώσω νά ἀνορθώσω τήν ἐπιχείρηση. Χρωστάω 10.000 καί χρειάζομαι 20.000.
-Μή στεναχωριέσαι Ἀπόστολε, ἔχει ὁ Θεός.
-Ὁ Θεός ἔχει, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω καί ἔχω φτάσει στά ὅρια τῆς ἀπόγνωσης. Ξέρεις ὅτι ἡ γυναῖκα μου δέν δουλεύει καί τά παιδιά μου ἐπίσης. Τούς ἔχω κακομάθει. Τώρα δέν ἡσυχάζουν. Γκρινιάζουν συνεχῶς. Ἡ γυναῖκα μου μέ βρίζει καί τό βλέμμα της, βλέμμα ὑποτιμητικό, μέ τρελαίνει. Φοβᾶμαι μήν κάνω κάποια τρέλλα.
-Μήν λές τέτοιες κουταμάρες! Μή βάζεις τέτοιες ἀπαίσιες σκέψεις στό μυαλό σου. Θέλεις νά κλείσεις τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου...; Θά δεῖς, ὅλα θά στρώσουν, θά κάνει ὁ Θεός τό θαῦμα του.
-Μακάρι...
-Ἄκου Ἀπόστολε, μόλις πούλησα τό οἰκόπεδο πού μοῦ εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας. Ὑπολόγιζα μέ αὐτά τά χρήματα νά ἀνοίξουμε ἕνα μαγαζάκι γιά νά μπορέσουν τά παιδιά νά σταθοῦν στά πόδια τους καί νά ἀνθίσει ξανά τό χαμόγελο στά χείλη τους. Μά ἐσύ τώρα, ἀδελφέ μου, ἔχεις μεγαλύτερη ἀνάγκη θά σοῦ τά δώσω...
Πετάχτηκε ὁ Ἀπόστολος ἀπό τή χαρά του καί φίλησε τά χέρια τῆς ἀδελφῆς του. Τόν ἔβγαλε κυριολεκτικά ἀπό τή διπλή δύσκολη θέση πού βρίσκονταν· κατά πρῶτον, δέν ἀναγκάστηκε νά τῆς ζητήσει ὁ ἴδιος τά χρήματα τοῦ οἰκοπέδου, καί κατά δεύτερον, θά ξεπλήρωνε τό χρέος του καί θά τοῦ ἔμεναν καί χρήματα γιά νά ἐπενδύσει στό μαγαζί του.
-Σ’ εὐχαριστῶ Μαρία, μέ σώζεις. Σύντομα θά δεῖς, θά ἀνακάμψει τό μαγαζί καί θά σοῦ τά δώσω πίσω!
Καί μέ ἕνα πνεῦμα αὐτογνωσίας, εἶπε:
-Σ’ εὐχαριστῶ διπλά, γιατί πάντα μέ βοηθᾶς ἐνῶ ἐγώ δέν σέ βοήθησα ποτέ...
-Μήν τά σκέφτεσαι τώρα αὐτά, ἀδελφέ μου, μή τά σκέφτεσαι. Ἀλίμονο ἄν τά λογαριάζουμε ὅλα...
~ 7 ~
Ἡ Μαρία, πού ὑπολόγιζε σέ αὐτά τά λεφτά, καί τά παιδιά της τά περίμεναν ὡς «μάννα ἐξ οὐρανοῦ», σιώπησε, παραδομένη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διάφοροι, ἐνοχλητικοί λογισμοί τριβέλιζαν τό μυαλό της.
«Τί θά γίνει τώρα Θεέ μου; Τί θά κάνουμε τώρα; Πῶς θά τό πῶ στά παιδιά; Τί νά ἔκανα ὅμως, ὁ ἀδελφός μου τά εἶχε μεγαλύτερη ἀνάγκη. Θά ἔμπαινε στή φυλακή. Δέν μποροῦσα νά κάνω διαφορετικά, δέν εἶχα ἄλλη ἐπιλογή.», σκέφτηκε. «Ναί, ὁ Ἀπόστολος ἦταν τρελαμένος, θά ἔκανε καμιά ἀποκοτιά, σίγουρα, σίγουρα θά ἔκανε κακό στόν ἑαυτό του... δέν μποροῦσα νά τόν ἀφήσω ἔτσι...». «Ἄλλωστε, εἶπε πώς γρήγορα θά τά καταφέρει καί θά μοῦ τά γυρίσει...».
Ἐκείνη τήν ὥρα μπῆκε στό δωμάτιο ἡ Εὐρυδίκη.
-Τί σκέφτεσαι μαμά; Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;
-Τίποτα, παιδί μου. Δέ σκέφτομαι κάτι τό ἰδιαίτερο. Ἀφηρημένη ἤμουν.
-Μοῦ φαίνεσαι προβληματισμένη. Θέλεις νά κάνουμε ἕναν περίπατο; Λίγο νά καθαρίσει τό μυαλό σου. Ἐξάλλου, καιρό ἔχουμε νά περπατήσουμε μαζί, ὅπως τότε πού ἤμουν μικρή καί μέ πήγαινες βόλτες στό ποτάμι. Τί ξένοιαστες ἐποχές. Τότε ζοῦσε καί ὁ πατέρας...
-Ναί, πράγματι. Θυμᾶμαι. Σχεδόν κάθε ἀπόγευμα πηγαίναμε μιά βόλτα στό ποτάμι. Σοῦ ἄρεσε πολύ. Σοῦ ἄρεσε τό ποτάμι, ἔπαιζες μέ τό νερό, πετοῦσες πέτρες καί τάραζες τά νερά, προσπαθοῦσες νά πιάσεις ψαράκια..., ἔσκαβες στήν ὄχθη..., ξάπλωνες στό γρασίδι..., γευματίζαμε μέ τόν πατέρα σου τίς Κυριακές μετά τήν ἐκκλησία... καί γελοῦσες εὐτυχισμένη. Ὡραῖες μέρες. Λοιπόν, θά τό ’θελα... σήμερα δέν ἔχω ἄλλη ὑποχρέωση, ὁπότε ἄς περπατήσουμε λίγο στό ποτάμι.
-Εἶναι καί ἡ μέρα περίφημη, χαρά Θεοῦ! Ἄχ, τί εὐλογημένη πού εἶναι αὐτή ἡ γῆ τῶν πατέρων μας, ἡ Πατρίδα μας! Σφαλίζεις τά μάτια σου, καί νιώθεις τό ζεστό ἄγγιγμα τοῦ ἥλιου πού σοῦ χαμογελᾶ· λίγο ἁπλώνει τά χρυσά του χέρια, τίς ἀχτῖδες του, σέ χαϊδεύει καί ἀμέσως ἀλλάζει ἡ διάθεσή σου! Εἶναι πραγματικά εὐλογημένος αὐτός ὁ τόπος...
Κι ὅμως, αὐτός ὁ ὑπέροχος, εὐλογημένος τόπος, χρόνο μέ τόν χρόνο, μέρα μέ τήν μέρα, ἀλλάζει. Ἀγριεύει ὁ ἄνθρωπος, ἀγριεύει καί ὁ τόπος. Κι ἡ ζωή, τρέχει καί χάνεται. Ὁ χρόνος βιάζεται κι οἱ ἄνθρωποι τρέχουν ξωπίσω του λαχανιασμένοι. Φεύγει ἡ ζωή, χάνεται στοῦ δρόμου τά σκοτάδια. Κι ὁ ἄνθρωπος ἀγριεύει ὅλο καί περισσότερο. Βολεύεται στήν ἐπίγεια φυλακή, λησμονῶντας τόν Δημιουργό του. Καί ζεῖ χωρίς νά ζεῖ τήν πραγματική ζωή, δημιουργῶντας γύρω του μιά ἐπίγεια κόλαση...
~ 8 ~
Ἡ παραποτάμια περιοχή εἶναι ὑπέροχη τούτη τήν ἐποχή. Τό δρομάκι κατά μῆκος τοῦ Ἀξιοῦ, εἶναι στρωμένο μέ ζωηρό πράσινο χορταράκι καί μέ πολύχρωμα εὐωδοφόρα ἄνθη. Τό γάργαρο, κελαρυστό ποτάμι, ἀναγεννᾶ καί ζωηρεύει τή διάθεση, ἐνῶ ἡ «συμφωνική» συμπληρώνεται ἀπό τά μελωδικά κελαηδίσματα τῶν «πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ». Καμμία αἴσθηση δέν μένει παραπονεμένη. Ἡ Εὐρυδίκη βαδίζει πλάϊ - πλάϊ μέ τή μητέρα της. Εἶχαν πολύ καιρό νά περπατήσουν ἔτσι οἱ δυό τους. Τό καθημερινό κυνήγι μέ τή ζωή, πολλές φορές ἀποπροσανατολίζει, καί χρειάζεται προσοχή νά μή χαθοῦν οἱ ἁπλές αναζωογονητικές χαρές.
-Πόσο χαλαρωτικός εἶναι ἕνας περίπατος...
-Καί μάλιστα, δίπλα στό ποτάμι, εἶπε ἡ Εὐρυδίκη.
-Σήμερα σέ εἶδα κάπως προβληματισμένη...
-Ὄχι, ὄχι παιδί μου· ἁπλῶς λίγο ἡ κούραση, λίγο ἡ ἀφηρημάδα... καλά, καλά εἶμαι... Πές μου ὅμως, γιά τόν Σπύρο. Τί σκέφτεται; Ἐλπίζω νά μήν ἀποκάμει...
-Ὁ Σπύρος εἶναι δυνατός, μαμά· κρατάει γερά. Ξέρεις πώς πιστεύει πολύ στό Θεό. Εἶναι ἡ ἐλπίδα πού δέν πεθαίνει ποτέ.
-Χαίρομαι γι’ αὐτό κόρη μου. Ξέρεις... ὄντως... κάτι μέ βασανίζει. Ἔκανα κάτι πού θά σᾶς στεναχωρήσει.
-Τί ἔγινε μαμά; Πές μου, πές μου γιά νά πάψει νά σέ βασανίζει. Ὅ,τι καί νά εἶναι θά τό ἀντιμετωπίσουμε μαζί. Ἐσύ μοῦ ἔλεγες, θυμᾶσαι; Ὅταν μοιράζεσαι κάτι, ὅταν εἶναι θλιβερό, βαρύ, γίνεται ’λαφρύτερο καί ὅταν εἶναι εὐτυχές, μεγαλώνει καί γίνεται τρισευτυχέστερο.
-Ναί σωστά... Νά παιδάκι μου, ἦρθε ὁ θεῖος Ἀπόστολος... ἦταν σέ ἄσχημη ψυχολογική κατάσταση, ἔχει πολλά χρέη καί κινδυνεύει νά μπεῖ στήν φυλακή. Τοῦ ἔδωσα τά λεφτά τοῦ οἰκοπέδου, δέν τό σκέφτηκα κἄν! Εἶπε, κατέβασε τό βλέμμα της καί ἔσφιξε τά χείλη, λές καί ἤθελε νά τά φράξει καί νά μήν ξαναβγεῖ ποτέ μιλιά ἀπ’ αὐτά.
-Μή στεναχωριέσαι μαμά. Καλά ἔκανες, μή στεναχωριέσαι. Καί ὁ Σπύρος θά καταλάβει. Μή ξεχνᾶς, πώς καί ὁ συχωρεμένος ὁ πατέρας του, ἀπό αὐτόν τόν καημό πέθανε. Κτύπησε ὅλες τίς πόρτες τῶν συγγενῶν καί τῶν φίλων γιά νά τόν βοηθήσουν, καί τίς βρῆκε ὅλες ἑρμητικά κλειστές. Δέν τόν βοήθησε κανείς καί ἔτσι τόν ἔκλεισαν στή φυλακή. Καλά ἔκανες μάνα.
-Μοῦ εἶπε ὅτι δέν θά ἀργήσει νά ἀνακάμψει καί θά μᾶς γυρίσει τά λεφτά. Εἶπε ἡ Μαρία, μέ ὁλοφάνερο τό ξαλάφρωμα τῆς καρδιᾶς της. Ἡ κόρη της εἶχε σηκώσει μέ τά δυό ἀδύνατα χέρια της τόν ὀγκόλιθο πού τήν πλάκωνε καί τόν πέταξε στό ποτάμι... Ἀπαραίτητη ἦταν μόνο ἡ «ἐξομολόγησή» της...
Μάνα καί κόρη ἀγκαλιάστηκαν, ὁ χρόνος σταμάτησε καί τά βάσανα τά πῆρε τό ποτάμι, μακριά...
~ 9 ~
Αὔγουστος, ὁ μῆνας τῆς Παναγίας. Σεργιάνι στόν γιαλό, οἱ τρεῖς τους. Μετά τόν περίπατο, καθισμένοι στήν ἀκρογιαλιά, ἀγναντεύουν τό πέλαγος τοῦ δειλινοῦ. Ὁ ἥλιος ἄρχισε νά λιώνει καί νά χύνεται στή θάλασσα. Ὁ ὁρίζοντας τοῦ ματωμένου πελάγους ἄνοιξε τό πορφυρό του στόμα καί καταπίνει ἀργά τόν βασιλιά τῆς μέρας. Τό θαλασσινό ἀγέρι τούς χαϊδεύει τά πρόσωπα καί παραδίδονται στίς σκέψεις τους· στήν ἀγκαλιά τῆς ἀλμύρας. Ἡ ἀνοιχτοσύνη τῆς ματιᾶς καί τῆς καρδιᾶς τους, τούς ἀναζωογονοῦσε. Τά μικρά κυματάκια, κουβαλοῦσαν στήν πλάτη τους τήν ἐλπίδα κι ἔρχονταν πρός αὐτούς. Γλυκά συναισθήματα γεννήθηκαν στίς ψυχές τους, τίς κουρασμένες ἀπό τήν καθημερινότητα καί τίς σκοτοῦρες της. Λίγα πράγματα θέλει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή· λίγα καί ἁπλά. Πῶς κατάντησε ἔτσι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου; Πῶς τήν κατάντησε ἔτσι ὁ ἄνθρωπος; Τί τραγωδία! Ἡ μεγαλύτερη φυλακή τοῦ ἀνθρώπου, τά χειρότερα δεσμά του εἶναι τά πάθη του! Καί ὁ χειρότερος ἐχθρός του; Ὁ ἑαυτός του!
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἡ Παραμονή τῆς Παναγίας· ἦρθε κι ἐφέτος, βραδιά αὐγουστιάτικη! Οἱ ψαλμωδίες ἀνεβαίνουν στόν οὐρανό, μαζί μέ τό θυμίαμα, στόν θρόνο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων· «Ἐν τῇ Γεννήσει τήν παρθενία ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε…». «Μήν μᾶς ἐγκαταλείπεις, Παναγιά μου», παρακάλεσε ἐνδόμυχα ἡ Εὐρυδίκη· «βοήθησέ μας...!». Οἱ ψιλόλιγνες κουκουναριές ἀγκάλιασαν τόν φωτεινό ναό Της καί τά τριζόνια κρατοῦσαν τό ἰσοκράτημα· «Ἐπί Σοι Χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις…».
Ἡ νύχτα ξάπλωσε στή γῆ καί φόρεσε τ’ ἄρωμά της. Ἕνα χαρμάνι μοσχανθέων· γαρύφαλλα, νυχτολούλουδα, ρόδα καί βασιλικός. Ὅσο τά χαϊδεύει τό βραδυνό ἀεράκι τόσο κι αὐτά ξαμολοῦν τ’ ἄρωμα πού τούς χάρισε ὁ Θεός. Αὔριο ξημερώνει ἡ ἑορτή τῆς Παναγίας, ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Ἡ μικρή οἰκογένεια, ξάπλωσε σχετικά νωρίς. Τό πρωί, θά σηκωθοῦν «ὄρθρου βαθέως» γιά νά ἐκκλησιαστοῦν, νά τιμήσουν τήν Παναγία, νά λάβουν μέρος στήν θεία Λειτουργία καί νά ἑνωθοῦν μέ τόν Υἱό Της. Αὐτή ἡ ἕνωση τούς κρατᾶ στή ζωή· τούς ἀναγεννᾶ καί τούς θωρακίζει γιά νά ἀντιμετωπίζουν τίς ὁποιεσδήποτε δυσκολίες χωρίς νά ἀπελπίζονται.
Ἀπό τήν μοναδική φορά πού εἶχε πάει ὁ Σπύρος στό Ἅγιον Ὄρος, λίγο μετά, ἀφότου τελείωσε τό λύκειο, εἶχε συνειδητοποιήσει τήν ἀναγκαιότητα τῆς συμμετοχῆς στή θεία Λειτουργία. Ὅταν ἕνας ἁγιορείτης γέροντας, μέ καταγωγή ἀπό τήν Ἑλβετία, τοῦ ἔδειξε τό καραβάκι πού ἔπλεε πρός τήν Οὐρανούπολη καί τοῦ εἶπε· «Σπυρίδωνα, αὐτή εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, τό καραβάκι πού σέ πάει στόν προορισμό σου...»!
Ἔτσι ἔμαθε καί ἡ Μαρία, ἀπό μικρή, νά τιμᾶ ἰδιαιτέρως τήν Μάνα τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά νά ἑορτάζει καί τή δική της γιορτή. Προετοιμάζονταν γιά δεκαπέντε μέρες μέ νηστεία, καί ὅπως τῆς ἔλεγε ἡ μάνα της ἡ Δέσποινα, πού καί αὐτή γιόρταζε, «ὄχι μόνο ἀπό φαγητό... ἀλλά καί ἀπό κακές πράξεις...». Ξυπνοῦσαν ἀπό τά ἄγρια χαράματα, ὅλη ἡ οἰκογένεια, ἐνδύονταν τά πιό γιορτινά τους ροῦχα καί ξεκινοῦσαν γιά τήν ἐκκλησία. Στόν γυρισμό, μέ τόν Χριστό στήν καρδιά της καί τή χαρά της νά ξεχειλίζει, ἄκουγε ἀπό τήν κυρά Δέσποινα ἱστορίες ἀπό τή ζωή τῆς Παναγίας. Κατόπιν, τό σπίτι πλημμύριζε ἀπό μυρωδιές, ὅταν ἡ μάνα μαγείρευε, κοτόπουλο στόν φοῦρνο. Τότε ἔτρωγαν κρέας μιά φορά τόν μῆνα. Τό ἀπόγευμα, ὅλη ἡ γειτονιά μιά γιορτή. Ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, φίλοι, γείτονες καί συγγενεῖς, σήκωναν τό σπίτι στό πόδι. Γιόρταζαν φτωχικά, ἄδολα, μέ χαρά, ὅλοι σάν ἕνα σῶμα, σάν μιά ψυχή. Ὅλα αὐτά, χάθηκαν σήμερα. Ὅταν ἡ Μαρία θυμόταν τά παιδικά της χρόνια, μιά γλυκιά ἀνάμνηση, μιά νοσταλγική νότα σιγοτραγουδοῦσε στ’ αὐτιά της καί φώλιαζε στήν καρδιά της.
~ 10 ~
Ἕνας χρόνος περίπου, πέρασε. Φθινοπώριασε! Τά δέντρα στρώνουν τό χρυσάφι τους στή γῆ, κι ὁ οὐρανός θωρεῖ συγκινημένος. Φθινόπωρο! Πόσο ἄρεσε αὐτή ἡ ἐποχή στήν Εὐρυδίκη. Πόσο τῆς ἄρεσαν τά χρώματά του! Οἱ γλυκές, ἁπαλές κι ἐλπιδοφόρες ἀποχρώσεις τοῦ κίτρινου, τοῦ κόκκινου, τοῦ πράσινου καί τοῦ καφέ. Ἡ φύση ἑτοιμάζεται γιά τόν χειμῶνα καί στρώνει τό πολύτιμο πάπλωμά της στή γῆ, περιμένοντας τήν ἀναγέννησή της. Κι ὁ Ἀπόστολος, μέ σκληρή δουλειά κατάφερε νά ξεχρεώσει καί νά ἀναγεννήσει τήν ἐπιχείρησή του. Πλέον, διαφημίσεις της μέ τά νέα ἐπιχειρηματικά ἀνοίγματά του, ὑπῆρχαν σχεδόν σέ ὅλον τόν τοπικό ἡμερήσιο τύπο. Ἔτσι πληροφορήθηκε καί ἡ Εὐρυδίκη τά εὐχάριστα νέα γιά τόν θεῖο της.
-Μαμά, διαβάζω συνέχεια τίς διαφημίσεις πού βάζει ὁ θεῖος στήν ἐφημερίδα. Μαθαίνω ὅτι οἱ δουλειές του πᾶνε καλά. Δόξα τῷ Θεῷ, τά κατάφερε, προόδευσε καί ἐπέκτεινε τήν ἐπιχείρησή του...
-Εὐτυχῶς, ξεπεράστηκαν οἱ δυσκολίες. Πέρασε ἕνας χρόνος ἀπό τότε... τί θά ‘λεγες νά τόν ἐπισκεφθοῦμε, νά δοῦμε τί κάνει καί μήπως καί μπορέσει νά μᾶς βοηθήσει. Ὁ Σπύρος, δόξα τῷ Θεῷ, αὐτόν τόν χρόνο, κουτσά στραβά, ἔκανε κάποιες ἐποχιακές ἐργασίες. Ἐσύ δέν μπορεῖς πλέον νά ἀπασχολεῖσαι στό ἐργοστάσιο, σέ δύο μῆνες, μέ τό καλό, θά ἔρθει τό παιδί σας. Ναί, νομίζω ὅτι ὁ θεῖος σου, ἄν πράγματι ἔχει τήν οἰκονομική δυνατότητα, θά μᾶς βοηθήσει.
-Μήπως εἶναι ἀκόμη νωρίς, μάνα; Μήν τόν πιάσουμε ἀπό τά μοῦτρα; Μόλις ὁ ἄνθρωπος μπόρεσε νά δεῖ λίγο μιά ἄσπρη μέρα.
-Ἄς πᾶμε νά δοῦμε τί κάνει καί ἄν μπορέσει νά μᾶς βοηθήσει καλῶς. Ἄν πάλι δέν μπορέσει, πάλι καλῶς.
-Καλά, θά ἑτοιμαστῶ καί πᾶμε...
Μέ βαριά καρδιά, ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται ἡ Εὐρυδίκη. Ἀγαποῦσε τόν θεῖο της. Σάν ὄνειρο θυμόταν τά παιγνίδια πού ἔπαιζαν ὅταν ἦταν μικρή. Ἔκτοτε, εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ, κυρίως ἀπό τότε πού νυμφεύθηκε τή θεία Ἀγγελική. Ὅλα αὐτά τά χρόνια, εἶχαν τυπικές σχέσεις· καί μέ τα ξαδέρφια της, ἄν καί εἶχαν στενούς συγγενικούς δεσμούς, ἦταν πρῶτα ξαδέρφια, δέν εἶχαν οἰκειότητα μεταξύ τους. Κι ὁ θεῖος της, κατά τίς, ὄχι συχνές, συναντήσεις τους, σάν νά φοροῦσε κάποιο ἰδιότυπο προσωπεῖο μέ χαμόγελο παγωμένο. Σά νά σφράγιζε τήν καρδιά του, φοβούμενος νά μήν τοῦ τήν κλέψουμε... Τώρα, ἡ Εὐρυδίκη, σά νά εἶχε κάποιο προαίσθημα, κάτι, μέσα της εἶχε ἁπλώσει τά χέρια του καί τραβοῦσε τήν καρδιά της πίσω... Μακάρι νά ἔκανε λάθος...
~ 11 ~
Ἡ μουριά δίπλα στό μαγαζί τοῦ Ἀποστόλη, σχεδόν ἀπογυμνώθηκε, καί τά κλαδιά της, σάν ἁπλωμένα χέρια ἔμοιαζαν, πού δέονται στόν οὐρανό. Σάν νά παρακαλεῖ τόν Θεό, νά λυπηθεῖ τόν ἰδιοκτήτη τοῦ διπλανοῦ μαγαζιοῦ. Ἡ καρδιά τῆς Εὐρυδίκης ὅσο πλησίαζε, χτυποῦσε ἐντονότερα στό στῆθος της. Βρῆκαν τόν Ἀπόστολο καθιστό, μέ τά πόδια ἁπλωμένα στό γραφεῖο του, ν’ ἀκούει τήν ἀναγγελία τοῦ γιοῦ του:
-Γέρο, ἦρθε ἡ θεία μέ τήν Εὐρυδίκη...
-Ὤχ, τί θέλουν κι αὐτές..., καλά πές τις νά περάσουν...
Οἱ δυό γυναῖκες ἄκουσαν τόν Ἀπόστολο δαγκώθηκαν, καί κατάλαβαν ἤδη, ὅτι δέν ἦταν καλοδεχούμενες...
-Γειά σου Ἀπόστολε...
-Γειά σου θεῖε...
-Καλωσήρθατε, καθίστε...
-Σε βλέπω καλά καί χαίρομαι γι’ αὐτό.
-Ναί, καλά εἶμαι. Εὐρυδίκη, τί βλέπω; Πότε τά εὐχάριστα;
-Σέ δύο μῆνες, θεῖε, ἄν θέλει κι ὁ Θεός...
-Ναί, ναί... γιατί νά μή θέλει; ἀντέτεινε ὁ Ἀπόστολος.
-Τί κάνει ἡ Ἀγγελική, ἡ Δήμητρα; Τόν Γιῶργο τόν εἴδαμε..., βιάστηκε ἡ Μαρία...
-Ὅλοι εἶναι καλά... πῶς ἀπό τά μέρη μας;
-Κοίταξε Ἀπόστολε, ἐπειδή βλέπουμε ὅτι ἡ ζωή σου καί τό μαγαζί, ἔχουν στρώσει πιά, σκέφτηκα μήπως μπορεῖς νά μᾶς βοηθήσεις, νά μᾶς γυρίσεις τά λεφτά πού σοῦ εἶχα δώσει, τότε πού εἶχες τά προβλήματά σου καί ἄν δέν μπορεῖς ὅλα μαζεμένα νά μοῦ τά δώσεις λίγα λίγα γιά νά πορευτοῦμε καί ‘μεῖς.
-Μόλις πῆρα ἀνάσα ἀδελφή καί ἦλθες νά μοῦ τήν κόψεις πάλι; Εἶπε ὁ Ἀπόστολος σηκώνοντας λίγο τόν τόνο τῆς φωνῆς του.
-Εἶπα...
-Τί εἶπες, ἀδελφή; Ἄσε με νά ἀνοίξει λίγο τό μάτι μου... τί εἶστε ἐσεῖς βρέ, μόλις δεῖτε κάποιον λίγο νά προκόβει, νά μή χάσετε...
-Καλά ἀδελφέ μου, μή θυμώνεις... τοὐλάχιστον μήπως μπορεῖς νά προσλάβεις τόν Σπύρο στό μαγαζί;
-Μαρία, τά ἔχεις τελείως χαμένα, ὀρθοπόδησα γιατί ἔχω στριμώξει τά παιδιά γιά νά δουλέψουν καί δέν μπορῶ νά ταΐσω ἄλλον. Γι’ αὐτό σέ παρακαλῶ νά σηκωθεῖτε καί νά φύγετε...
-Μά...
-Δέν ἔχει μά... ἄϊντε ἀπό ‘δῶ...
Οἱ δυό γυναῖκες κατέβασαν τά κεφάλια καί ἔφυγαν ντροπιασμένες... ἐνῶ τά ἀνήψια τῆς Μαρίας γελοῦσαν εἰρωνικά...
Δέν μπόρεσε νά ἐξηγήσει ἡ Μαρία τήν ἄσχημη συμπεριφορά τοῦ ἀδελφοῦ της. Προσπάθησε ὅμως, νά τόν δικαιολογήσει.
-Μήν τόν συνερίζεσαι, παιδί μου· ἔχει πολύ κουραστεῖ καί τά νεῦρα του εἶναι ταραγμένα...
Σουρούπωσε... Ὁ ἥλιος ἑτοιμάζεται γιά ξεκούραση, καί χαρίζει ἁπλόχερα τήν ὀμορφιά τοῦ δειλινοῦ. Ὁ βασιλιάς τῶν ἄστρων, γιά ἄλλη μιά φορά, κρύβει τήν λάμψη του, ταπεινώνεται, γιά νά διδάξει τήν μεγάλη αὐτή ἀρετή στούς ἀνθρώπους. Ἀκόμη καί ἡ ἄλογη φύση ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα ἑνός ἄλλου ἥλιου, τοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης καί Δημιουργοῦ της, ὁ Ὁποῖος Βασιλιάς ὤν, «μορφὴν δούλου»[2] ἔλαβε. Γιά τόν Ἀποστόλη αὐτά ἦταν ἁπλῶς λόγια τῶν παπάδων γιά νά παίρνουν λεφτά ἀπό τούς γέρους καί τούς ἀνόητους. Τέτοιου εἴδους χαζοαρετές ἦταν μόνο γιά τούς φτωχούς «τῷ πνεύματι» ἤ χαζούς, ὅπως συνήθιζε νά λέει. Αὐτός ἔχει μάθει νά ἐπιβιώνει πατῶντας ἐπί πτωμάτων...
~ 12 ~
Πέρασαν δυό χρόνια. Ἄνοιξη! Ἀνθίζουν τά λουλούδια, ἀνθίζουν κι οἱ ψυχές! Μοσχοβόλησαν τά ζουμπούλια κι ἐπί τέλους, ἡ ζωή τούς χαμογέλασε. Ἀφοῦ δοκίμασε τήν ὑπομονή τοῦ Σπύρου καί τῆς οἰκογένειάς του, τούς ἦρθε ἕνα χαρμόσυνο μήνυμα.
-Εὐρυδίκη, μάνα... ἔχω εὐχάριστα νέα!
-Τι ἔγινε καί εἶσαι τόσο χαρούμενος; Ρώτησε ἡ Μαρία, ἐνῶ ἡ Εὐρυδίκη κοιτοῦσε μέ ἔκπληκτο καί ἀνυπόμονο βλέμμα.
-Εἶχα ἕνα σημαντικό τηλεφώνημα... θυμᾶστε τήν ἀγγελία πού ἐδῶ καί πολύ καιρό εἶχα βάλει στίς ἐφημερίδες; Ἐπί τέλους, σήμερα μοῦ τηλεφώνησαν ὅτι μέ προσέλαβαν καί ἀπό αὔριο, ἀρχίζω ἐργασία.
-Κάθισε καί πές μας, παιδί μου, τί καί πῶς ἔγινε ἀκριβῶς...
-Ναί, ἐλᾶτε νά καθίσουμε, ὁ καλός Θεός μας δέν μᾶς ξέχασε, εἰσακούσθηκαν οἱ προσευχές μας. Ἐπί τέλους δέν θά πᾶνε χαμένες καί οἱ σπουδές μου. Δέν σᾶς εἶχα πεῖ, ἀλλά πρίν μερικές μέρες εἶχα πάει γιά συνέντευξη σέ μιά μεγάλη ἑταιρεία μέ ἠλεκτρονικά συστήματα, πού ἔχει ἀντιπροσωπεία στήν πόλη μας. Δέν σᾶς τό εἶπα γιά νά μήν ἔχετε ἀγωνία καί φροῦδες ἐλπίδες. Νά μή στεναχωρηθεῖτε ἄν δέν μέ προσελάμβαναν. Καί ἄν τό ἀποτέλεσμα ἦταν θετικό, θά σᾶς ἔκανα μιά εὐχάριστη ἔκπληξη. Τελικά μέ προσέλαβαν μέ ἕνα καλό μισθό...
-Δόξα τῷ Θεῷ... Εἶπαν κι οἱ δυό μέ ἕνα στόμα.
-Ἤξερα πώς δέ θά μᾶς ἀφήσει ὁ Θεός... Εἶπε ἡ Μαρία καί ἔκανε τό σταυρό της.
-Αὐτό νομίζω, ὅτι πρέπει νά τό γιορτάσουμε, πᾶμε νά φᾶμε ἔξω. Καί θά ἔλεγα νά πᾶμε σέ ἕνα καλό ταβερνάκι, στή θάλασσα... τί λέτε;
-Ὡραία ἰδέα...! Ἄιντε νά ἀλλάξουμε καί φύγαμε..., τώρα εἶχε μεγαλώσει καί ἡ οἰκογένεια. Ἐκτός ἀπό τόν μικρό Δημήτρη, ἕνα ἀκόμη μωράκι κλωτσοῦσε στήν κοιλιά τῆς Εὐρυδίκης· ἀνυπομονοῦσε καθώς φαίνονταν, γιά νά δεῖ τό φῶς τοῦ ἥλιου.
Ὁ Σπύρος ἔπλεε σέ πελάγη εὐτυχίας. Πέραν ὅμως, ἀπό τά πρωτόγνωρα οἰκογενειακά πελάγη, τοῦ ἄρεσε πολύ νά ἀτενίζει καί τό ἀπέραντο γαλάζιο τῆς θάλασσας· νά χάνεται τό βλέμμα του στόν ὁρίζοντα καί νά ἠρεμεῖ μέ τόν φλοῖσβο της. Τώρα μαζί μέ τήν οἰκογένειά του. Κατέφευγε, πέραν τοῦ πνευματικοῦ του, στήν θάλασσα, ὅταν τά ἔβρισκε «σκοῦρα»· στίς ἀκρογιαλιές τοῦ Θρακικοῦ πελάγους. Ἦταν κάτι σάν ψυχοθεραπεία γι’ αὐτόν. Τήν ἀποκαλοῦσε «καθρέπτη τοῦ οὐρανοῦ». Σέ αὐτήν πρωτοφωτίζει τό πρόσωπό του, καθρεπτιζόμενος καί ὁ ἥλιος ὁλημερίς, σέ ὅλα τά βήματα τῆς διαδρομῆς του. Αὐτή εἶναι ὁ ἀγαπημένος του καθρέπτης. Ἐκεῖ ἀρχίζει τό ἀτελείωτο παιχνίδι του· αὐτός κι ὁ καθρέφτης του. Στήν ἀρχή χαρούμενος, γελαστός. Τοῦ χαμογελᾶ κι ἡ θάλασσα μέ τ’ ἁπαλό μπλέ χαμόγελό της. Κι ὕστερα, ὅταν τῆς θυμώνει, κατσουφιάζει κι αὐτή, καί γίνεται ἄγρια, γκρίζα. Καί στό τέλος, ὅταν κουραστεῖ καί κουκουλώνεται στό κρεβάτι του, βυθίζεται κι ὁ καθρέφτης του στό ἀπέραντο μαῦρο, ὥσπου ἡ ἄλλη μέρα νά φωτίσει… Καί γιά τόν Σπύρο, εἶχε ἤδη φωτίσει ἡ ἄλλη μέρα.
~ 13 ~
Ὅσο προόδευε ὁ Σπύρος καί ἡ οἰκογένειά του, τόσο ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀποστόλου ἔπαιρνε τήν κάτω βόλτα. Εἶναι ἄλλωστε ἀποδεδειγμένο, ὅτι ὅταν ἀντί νά μεγαλώνεις μέ φροντίδα τό διαλεχτό καί εὐωδιαστό σου ρόδο, τό μικρό σου ἀνθρώπινο μπουμπούκι, τοῦ μπαζώνεις μέ τά ἀνθρώπινα πάθη τήν ψυχή του, τότε, τό ἀφήνεις μόνο καί ἔρημο, καί τό πνίγουν τ’ ἀγκάθια καί τά ζιζάνια. Μεγάλο πλῆγμα γιά τήν οἰκογένεια, γιά τήν τοπική κοινωνία, γιά τήν Πατρίδα ὁλάκερη! Μεγαλύτερο δέ, γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή! Ἀδιάφοροι καί ἐπιπόλαιοι γονεῖς, μεγαλώνουν παιδιά χωρίς ἀνάσα, χωρίς ζωή, χωρίς ἀγάπη, χωρίς τόν Χριστό!
Ἰσχυρότεροι ἀπό τούς φυσικούς νόμους, πού ὁ Θεός ἔθεσε, εἶναι οἱ πνευματικοί, πού καί πάλι ὁ Ἴδιος ἔθεσε! «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται»[3], «πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται»[4] ἤ διαφορετικά, «μάχαιρα ἔδωσες, μάχαιρα θά λάβεις». Δυό ἀπ’ τούς πνευματικούς νόμους, γιά τούς ὁποίους, οὔτε πού περνοῦσε ἀπό τό μυαλό τοῦ Ἀποστόλη ὅτι τούς καταπάτησε καί τούς δύο. Θέλησε νά ὑψωθεῖ, ταπεινώνοντας τήν ἀδελφή του καί ὄχι μόνο. Τήν πλήγωσε, καί ἦρθε ἡ σειρά του. Ὁ καλός Θεός ὅμως, ἄφησε ἕνα «παραθυράκι» γιά τή λύση τῶν πνευματικῶν του νόμων. Τό ὀνόμασε «μετάνοια». Εἶναι τό παράθυρο μέσα ἀπό τό ὁποῖο, ὁ ἄνθρωπος στρέφει μονίμως τό βλέμμα του ψηλά, στόν οὐρανό!
Ἡ ἐνσυναίσθηση τῶν σφαλμάτων «μαχαιρώνει τή συνείδηση». Ἔλεγε ἕνας ἅγιος, ἄν «‘‘ἔδωσα μάχαιρα’’, κανονικά πρέπει νά ξοφλήσω μέ μάχαιρα. Ὅταν ὅμως συναισθάνωμαι τό σφάλμα μου, μέ μαχαιρώνη ἡ συνείδησή μου καί ζητάω συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, τότε πλέον παύουν νά λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι καί δέχομαι ἀπό τόν Θεό τήν ἀγάπη Του σάν βάλσαμο»[5]. Πόσο φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεός!!!
-Ἄντζυ, τί θά κάνουμε μέ τό γιό μας; Πῶς ἔμπλεξε ἔτσι; Κλείνεται συνεχῶς στό δωμάτιό του. Προχθές, πάλι βρῆκα ἄσπρη σκόνη στό κρεββάτι του. Πέρασε ἕνας χρόνος, ἀπό τότε πού ἔμπλεξε μέ αὐτήν τήν παρέα καί ξεκίνησε τά ἐλαφρά ναρκωτικά. Ἡ κατάσταση χειροτέρεψε... τόν εἴχαμε κακομάθει, εἶχε ὅ,τι ἤθελε, δέν τοῦ ἔλειπε τίποτε, ζορίστηκε καί μέ τή δουλειά...
-Ἀφοῦ εἶσαι ἀπαράδεκτος, τόν πίεσες νά δουλέψει... τά δικά μου τά παιδιά ἤθελα νά μεγαλώσουν σάν πριγκιπόπουλα... νά μή δίνουν λογαριασμό σέ κανέναν... κι ἐσύ ὁ ἀχαΐρευτος...
-Καί ἡ κόρη μας, ὁ γάμος της δέν πάει καλά. Δέν κάνει καμιά δουλειά στό σπίτι, οὔτε κἄν μαγειρεύει καί ἐπιπλέον συμπεριφέρεται ἄσχημα στόν ἄντρα της. Πόσο θά ἀντέξει ὁ κακομοίρης; Θά τήν παρατήσει...
-Ἄν δέν μπορεῖ νά κρατήσει μιά πριγκίπισσα, νά χωρίσουν καλύτερα... Ἡ πρώτη θά εἶναι ἤ ἡ τελευταῖα...
-Ἐσύ φταῖς, ἐσύ φταῖς... ἐμεῖς φταῖμε γιά ὅλα. Ἐσύ μεγάλωσες τά παιδιά ἔτσι· κι ἐγώ ζοῦσα στόν «κόσμο» μου, στήν δουλειά μου, στήν καλοπέρασή μου καί ἡ ζωή μας ἔγινε κόλαση. Ὧρες - ὧρες σκέφτομαι τήν ἀδελφή μου. Μόνη πάλεψε καί ἀνέστησε τήν οἰκογένειά της. Καί τώρα, πόσο προόδευσε...! Ἡ ἀδελφή μου πάντα πίστευε στόν Θεό. Τόν εἶχε ἀποκούμπι, στήριζε τήν ἐλπίδα της σ’ Αὐτόν καί ἡ καρδιά της ἔμεινε καλοσυνάτη, ὅπως ἦταν ἀπό μικρή. Ἔτσι μᾶς εἶχε μεγαλώσει ἡ μάνα μας. Μέ τόν Θεό... στήν ἐκκλησία, μέ προσευχή... Κι ἐγώ μεγαλώνοντας ἀπομακρύνθηκα, μετά γνώρισα κι ἐσένα κι ἦρθε τό γλυκό κι ἔδεσε...
... καί βλέπω τή ζωή νά φεύγει, νά τρέχει καί νά χάνεται. Βλέπω τόν χρόνο νά βιάζεται. Βλέπω κι ἐμᾶς, νά τρέχουμε ξωπίσω του, λαχανιασμένοι. Δέν ζήσαμε τήν ζωή μας Ἀγγελική. Δέν τή ζήσαμε... τό σπιτικό μας, ὁ γάμος μας, τά παιδιά μας, πᾶνε «κατά διαόλου»...
Τότε ξεπήδησε ἀπό τό μυαλό του μιά φράση πού εἶχε διαβάσει σέ ἕνα μυθιστόρημα τοῦ Ντοστογιέφσκυ· «Ἀπομακρύνθηκες ἀπ’ τόν Θεό καί ὁ Θεός σέ τιμώρησε καί σέ παρέδωσε στόν διάβολο».
-...Κοίτα τά παιδιά της ἀδελφῆς μου· πόσο εὐτυχισμένα εἶναι μέσα σέ ὅλες τίς δυσκολίες τους. Δημιούργησαν μιά χαρούμενη οἰκογένεια... ποτέ δέν ἀπόκαμαν, πορεύονταν πάντα μέ σταθερή τήν πίστη τους στόν Θεό. Κι ἡ ἀδελφή μου παλεύει μιά ζωή μόνη της. Κι ὅταν χρειάστηκα τή βοήθειά της, ἔβαλε ὅλα τά δικά της, ὅλες τίς ἀνάγκες της πίσω καί μέ βοήθησε... Ἐκεῖ, στό σπίτι της, βρίσκεται ὁ Θεός!...
...Κι ἐγώ, πῶς τῆς τό ἀνταπέδωσα; Τήν ἔδιωξα κακήν - κακῶς, σάν τήν χειρότερη ζητιάνα... Ἀλίμονό μου... Βοήθησέ με Κύριε...
Ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, ψέλλισε ὁ Ἀποστόλης·
-Συγχώρεσέ με Κύριε, συγχώρησέ με!!!...
...καί ἔκλαψε πικρῶς...